- δάμναμαι
- δάμνημιforcedpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδάμναμαι — (Α) καταδαμάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάμναμαι «δαμάζω»] … Dictionary of Greek
περιδάμναμαι — Α δαμάζω, υποτάσσω εξ ολοκλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δάμναμαι «δαμάζω»] … Dictionary of Greek
υποδάμναμαι — Α βλ. ὑποδάμνημι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δάμναμαι «δαμάζω»] … Dictionary of Greek